- ξιφοκτόνον
- ξιφοκτόνοςslaying with the swordmasc/fem acc sgξιφοκτόνοςslaying with the swordneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξιφοκτόνος — ξιφοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ. β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο κτόνος] … Dictionary of Greek